- ορδαλία
- η1. δοκιμασία που γινόταν ώστε να προκληθεί και να εκφραστεί η κρίση τού θεού με ορατά σημεία, προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή ενός ατόμου ή να δοθεί λύση για αμφισβητούμενο θέμα, αλλ. θεοκρισία2. (λαογρ.) το σύνολο τών λαϊκών αντιλήψεων σχετικά με την απονομή τής θείας δικαιοσύνης στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλ. θεοκρισία ή θεοδικία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ordeal < αρχ. αγγλ. ordāl < αρχ. άνω γερμ. ir-teilen «δικάζω, παρέχω, απονέμω»].
Dictionary of Greek. 2013.